- εὐεργέτησε
- εὐεργετέωto be a benefactoraor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύνοια — η (ΑΜ εὔνοια, Α ιων. τ. εὐνοίη, ποιητ. τ. εὐνοΐη) ευνοϊκή διάθεση, ευμένεια, ευμενές ενδιαφέρον για κάποιον, υψηλή προστασία κάποιου από ευμενή διάθεση (α. «βεβαιότερος δ ὁ δράσας τὴν χάριν ὥστε ὀφειλομένην δι᾿ εὐνοιας ᾦ δέδωκε σῴζειν»… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
αττικός — I Όνομα ιστορικών προσώπων, Ελλήνων και Ρωμαίων, στους ρωμαϊκούς χρόνους. 1. Ηρώδης (βλ. λ. Ηρώδης ο Αττικός). 2. Τίτος Πομπώνιος Α. (Ρώμη 109 32 π.Χ.). Καταγόταν από οικογένεια που καταγόταν απο τον βασιλιά της αρχαίας Ρώμης Νουμά Πομπίλιον.… … Dictionary of Greek
ευεργέτης — ο, θηλ. ευεργέτις και ευεργέτιδα και ευεργέτισσα (ΑΜ εὐεργέτης, θηλ. εὐεργέτις και εὐεργέτισσα) αυτός που προσφέρει ευεργεσία, αγαθή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον νεοελλ. 1. τίτλος που απονέμεται από κάποιο ίδρυμα σε άτομα για την προσφορά μεγάλου … Dictionary of Greek
ευεργετώ — έω (ΑΜ εὐεργετῶ) [ευεργέτης] 1. κάνω κάποια καλή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον («εὐεργετῶν γὰρ καὐτὸς αὔτ ἐκτησάμην», Σοφ.) 2. προσφέρω με έργα υπηρεσία σε ομάδα ανθρώπων («ευεργέτησε την πατρίδα») νεοελλ. παρέχω χρηματική βοήθεια μσν. χαρίζω,… … Dictionary of Greek
εύμηλος — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Άδμητου και της Άλκηστης. Πήρε μέρος στην Τρωική εκστρατεία επικεφαλής έντεκα θεσσαλικών πλοίων. Φημιζόταν για τα άλογά του, που, σύμφωνα με τον μύθο, τα είχε βοσκήσει ο ίδιος ο Απόλλων, όταν υπηρετούσε… … Dictionary of Greek
Αδριάνεια — Ρωμαϊκές γιορτές που γίνονταν σε πολλές πόλεις της αρχαιότητας προς τιμήν του αυτοκράτορα Αδριανού. Στην Αθήνα, την πόλη που περισσότερο από κάθε άλλη αγάπησε και ευεργέτησε o Ρωμαίος αυτοκράτορας, οι γιορτές είχαν ιδιαίτερη λαμπρότητα.… … Dictionary of Greek
Αμάσεια — Αρχαία πόλη του Πόντου και σύγχρονη της Τουρκίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (5.520 τ. χλμ., 384.200 κάτ. το 2002), στη σιδηροδρομική γραμμή Σίβα Σαμψούντας, σε απόσταση 345 χλμ. από την Άγκυρα. Τη διαρρέει o ποταμός Ίρις (Γεσιλιρμάκ).… … Dictionary of Greek
Καστοριανός ή Καστοριεύς, Μανωλάκης — (17ος αι.). Μεγαλέμπορος γουναρικών και εθνικός ευεργέτης, από την Καστοριά. Εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη και απέκτησε φιλικές σχέσεις με τον σουλτάνο Μεχμέτ Δ’, ο οποίος τον τίμησε με τον τίτλο του βασιλικού πρωτογούναρη. Ο Κ. διέθεσε… … Dictionary of Greek
Πούσκιν, Αλεξάντρ Σεργκέεβιτς — (Μόσχα 1799 – Πετρούπολη 1837). Pώσος συγγραφέας. Απόγονος, από την πλευρά του πατέρα του, παλαιάς αριστοκρατικής οικογένειας και, από την πλευρά της μητέρας του, του περίφημου αράπη του Μεγάλου Πέτρου (του Αβησσυνού Αννίβα, τον οποίο προστάτευσε … Dictionary of Greek